διαφοροτρόπως

διαφοροτρόπως
επίρρ.
1. με διαφορετικό τρόπο
2. με ποικίλους τρόπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αισύμνιον — αἰσύμνιον, το (Α) τόπος συνεδριάσεως τών αρχόντων στα Μέγαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η παραγωγή τής λ. μπορεί να ερμηνευθεί διαφοροτρόπως μπορεί να αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό από το αἰσυμνάω, αλλά προκειμένου για δηλωτικά τόπων η παραγωγή από το όνομα… …   Dictionary of Greek

  • αλληνάλλως — ἀλληνάλλως επίρρ. (Μ) 1. κατά τύχη, τυχαία 2. διαφοροτρόπως, με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄλην + επίρρ. ἄλως] …   Dictionary of Greek

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”